ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
gén. sg. épq. de ζυγόν.
ζῠγόφι: (ν) эп. gen. к ζυγόν.