εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
adv.avec peine.Étymologie: δυσχερής.
δυσχερῶς: с неудовольствием, неохотно (ἔχειν πρός τι Plat. и πρός τινα Polyb.).