αὐτοκρατορικῶς
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
French (Bailly abrégé)
adv.
en maître absolu.
Étymologie: αὐτοκρατορικός.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκρᾰτορικῶς: самодержавно, самовластно Plut.