Ὀλυμπίαζε
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
French (Bailly abrégé)
adv.
à Olympie avec mouv.
Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.
Greek Monotonic
Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.