πελάτις

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

German (Pape)

[Seite 550] ιδος, ἡ, fem. zu πελάτης, Dienerinn, Plut. Cat. 24.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
servante.
Étymologie: πελάτης.

Greek Monotonic

πελάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. αντί πελάτης, σε Πλούτ.