πελάτης
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. πέλατας, ὁ, (πελάζω)
A one who approaches or comes near, S. Ph. 1164 (lyr.); neighbour, Τμώλου π. A. Pers.49 (anap.).
II especially of one who approaches a woman, τὸν πελάταν λέκτρων Διός, of Ixion, S. Ph.677 (lyr.).
III one who approaches to seek protection, dependant, client, Pl. Euthphr.4c, Arist.Ath. 2.2, Phot.; = Lat. cliens, D.H.1.83, Plu. Rom.13, etc.:—fem. πελάτις, ιδος, Id.Cat.Ma.24. (Cf. ἱκέτης from ἱκνέομαι.)
German (Pape)
[Seite 550] ὁ, fem. πελάτις, ἡ, 1) der sich Nähernde, Nachbar, Anwohner; ἱεροῦ Τμώλου πελάται, Aesch. Pers. 49; εἴ τι σέβει ξένον εὐνοίᾳ πάσᾳ πελάταν, Soph. Phil. 1149; vom Ixion τὸν πελάταν λέκτρων ποτὲ τῶν Διός ib. 673. – 2) wie θής, der geringe Mann, der um Sold, für Tagelohn arbeitet, Miethsknecht, Plat. Euthyphr. 4 c; vgl. Ruhnk. ad Tim. 211. – Übh. der Geringere, der sich in den Schutz des Mächtigern begiebt (man vergleicht ἱκέτης von ἱκνέομαι), der Client, wie es Plut. Rom. 13 braucht.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. qui s'approche;
II. p. suite
1 voisin de, gén.;
2 particul. qui approche du lit d'un autre;
3 qui a des rapports avec ; homme à gages, mercenaire ; à Rome client.
Étymologie: πελάζω.
Russian (Dvoretsky)
πελάτης: дор. πελάτᾱς, ου (λᾰ) ὁ
1 приблизившийся, подошедший: ὁ π. λέκτρων Διός Soph. посягнувший на ложе Зевса, т. е. Иксион;
2 пришелец (ξένος π. Soph.);
3 сосед, житель: ἱεροῦ Τμώλου π. Aesch. житель, собир. население священного Тмола;
4 наемник, слуга Plat.;
5 (в Риме) Plut. = cliens.
Greek (Liddell-Scott)
πελάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (πελάζω) ὁ πλησιάζων, ὁ ἐρχόμενος πλησίον, Σοφ. Φ. 1164· γείτων, Λατ. accola, π. Τμώλου Αἰσχύλ. Πέρσ. 49. ΙΙ. ἰδίως ἐπὶ τοῦ πλησιάζοντος γυναῖκα (ἴδε πελάζω Α. ΙΙ, Γ. ΙΙ). τὸν πελάταν λέκτρων Διός, ἐπὶ τοῦ Ἰξίονος, Σοφ. Φ. 679. ΙΙΙ. ὁ πλησιάζων ὅπως ζητήσῃ καὶ εὕρῃ προστασίαν, ὁ ἀπό τινος ἐξαρτώμενος, μισθωτός, Λατ. mercenarius, Πλάτ., Εὐθύφρων 4C, Ἀριστ. Ἀποσπ. 351· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.· ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ cliens, Διον. Ἁλ. 1. 83, Πλουτ. Ρωμ. 13, κτλ.· οὕτω θηλ. πελάτις, -ιδος, ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 24. (Πρβλ. ἱκέτης ἐκ τοῦ ἱκνέομαι).
Greek Monolingual
ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν
1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι
2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια, δικαιώματα οι οποίοι προέρχονταν ίσως από τον παλαιότατο πληθυσμό του Λατίου και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε κάποιο ισχυρό άτομο εξασφαλίζοντας τη νομική και οικονομική προστασία του
νεοελλ.
1. ο τακτικός αγοραστής ειδών από κάποιο κατάστημα ή ο τακτικός θαμώνας κέντρου
2. αυτός που παίρνει επί πληρωμή τις υπηρεσίες ατόμου το οποίο ασκεί ελευθέριο επάγγελμα
αρχ.
1. αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά
2. γείτονας
3. αυτός που πλησιάζει κάποιον για να ζητήσει προστασία
4. αυτός που πηγαίνει κοντά σε γυναίκα για να έλθει σε σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πελă- του πελάζω (βλ. λ. πέλας) + επίθημα -της].
Greek Monotonic
πελάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (πελάζω)·
I. αυτός που πλησιάζει ή έρχεται κοντά, σε Σοφ.· γείτονας, Λατ. accola, σε Αισχύλ.
II. ιδίως λέγεται για κάποιον που πλησιάζει μια γυναίκα, τὸν πελάταν λέκτρων Διός, λέγεται για τον Ιξίονα, σε Σοφ.
III. αυτός που πλησιάζει για να ζητήσει προστασία, κηδεμονευόμενος, υπηρέτης, υποτελής, προστατευόμενο μέλος, σε Πλάτ.· το Ρωμ. cliens, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πελᾰ́της, ου, ὁ, πελάζω
I. one who approaches or comes near, Soph.: a neighbour, Lat. accola, Aesch.
II. especially of one who approaches a woman, τὸν πελάταν λέκτρων Διός, of Ixion, Soph.
III. one who approaches to seek protection, a dependant, Plat.; the Rom. cliens, Plut.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γείτονας, μισθωτός). Ἀπό τό πελάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.