ἐπιφανῶς
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière apparente, visiblement;
Cp. ἐπιφανέστερον, Sp. ἐπιφανέστατα.
Étymologie: ἐπιφανής.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφᾰνῶς: ион. ἐμφᾰνέως
1) явно, открыто: ὡς ἥκιστα ἐ. Thuc. совершенно секретно;
2) явно, очевидно (ἀγνοεῖν ἑαυτόν Arst.);
3) со славой, славно (ἠγωνισμένος μάχην Plut.).