ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow
adv.sans précaution.Étymologie: ἀ, παραφυλάσσω.
ἀπαραφῠλάκτως: Aesop. = ἀπαρατηρήτως.