κάμμορος
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
ον, Ep. for κατάμορος,
A subject to destiny, i.e. ill-fated (not in Il.), περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Od.11.216, cf. 2.351, 5.160, A.R. 4.1318. (Cf. κάσμορος, ἤμορος.)
German (Pape)
[Seite 1317] ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.