διαδοτέος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
έα, έον,
A to be published, Isoc.12.233. II διαδοτέον one must distribute, Pl.Ti. 19a.
Greek (Liddell-Scott)
διαδοτέος: έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut publier.
Étymologie: adj. verb. de διαδίδωμι.
Spanish (DGE)
-α, -ον que debe ser entregado Isoc.12.233.