διαδοτέος

From LSJ
Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδοτέος Medium diacritics: διαδοτέος Low diacritics: διαδοτέος Capitals: ΔΙΑΔΟΤΕΟΣ
Transliteration A: diadotéos Transliteration B: diadoteos Transliteration C: diadoteos Beta Code: diadote/os

English (LSJ)

έα, έον,

   A to be published, Isoc.12.233.    II διαδοτέον one must distribute, Pl.Ti. 19a.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοτέος: έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut publier.
Étymologie: adj. verb. de διαδίδωμι.

Spanish (DGE)

-α, -ον que debe ser entregado Isoc.12.233.