ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
3ᵉ sg. sync. ao.2 Moy. de ἐλελίζω¹.
ἐλέλικτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἐλελίζω (Α).