μυρτόχειλα

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

German (Pape)

[Seite 222] τά, = Folgdm, sp. Medic.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.

Greek Monolingual

μυρτόχειλα, τὰ (Α)
τα μεγάλα χείλη του γυναικείου αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος «γυναικείο αιδοίο» + χεῖλος.