σιτέομαι
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. ἐσιτούμην, f. σιτήσομαι, ao. ἐσιτήθην;
se nourrir : τι ou τινι de qch ; fig. avec acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, etc.).
Étymologie: σῖτος.
Greek Monotonic
σιτέομαι: Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο· μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο, μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Δωρ. και ποιητ. σιτάθην (σῖτος)·
1. λαμβάνω τροφή, τρώω, τρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. με αιτ., τρέφομαι με κάτι, τρώω κάτι, σε Ηρόδ.· μεταφ., σιτέομαι ἐλπίδας, σε Αισχύλ.· τὴν σοφίαν, σε Αριστοφ.