νυ
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
A v. νῦν 11. II νῦ, τό, indecl., the letter ν, Achae.33.3, Pl. Cra.414c, IG2.4321.21 (iv B.C.), BCH29.483 (Delos), BGU153.16 (ii A.D.). (Cf. Hebr. nūn.)
French (Bailly abrégé)
v. νυνί.
Greek Monolingual
(I)
το (Α νῡ)
άκλ. το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
νεοελλ.
φρ. «με το νυ και με το σίγμα» — με κάθε λεπτομέρεια, με ακριβολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εγκυκλ. λ. Ν, ν].———————— (II)
νυ (Α)
επίρρ. (εγκλιτ. τ.) βλ. νυν.