τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
nom. fém. ion. de εὐρύς;acc. masc. sg. poét. de εὐρύς;pl. neutre de εὐρύς.
εὐρέα: ион. = εὐρεῖα (f к εὐρύς).