καρατομέω

Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A behead, E.Rh.586, J.BJ1.17.8, al.:—Pass., Lyc.313, Agath.1.12.

German (Pape)

[Seite 1325] den Kopf abschneiden, enthaupten; τινὰ ξίφει Eur. Rhes. 586; Sp., wie Hdn. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρᾱτομέω: ἀποτέμνω τὴν κεφαλήν, ἀποκεφαλίζω, Εὐρ. Ρῆσ. 586, Λυκόφρ. 313.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper la tête, décapiter.
Étymologie: καράτομος.

Greek Monotonic

καρᾱτομέω: μέλ. -ήσω, κόβω το κεφάλι, αποκεφαλίζω, σε Ευρ.