ἀποκεφαλίζω
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
behead, Arr.Epict.1.1.24, LXX Ps.151.7, v.l. in Artem.1.35; of a fish, Dorioap.Ath.7.287e:—Pass., Phld.Sign.13, 29, Arr.Epict.1.1.19.
Spanish (DGE)
decapitar σε Arr.Epict.1.1.24, Ἰωάννην Eu.Matt.14.10, Eu.Marc.6.16, Eu.Luc.9.9, αὐτόν LXX Ps.151.7, en v. pas. Λατερανός τις ... κελευσθεὶς ὑπὸ τοῦ Νέρωνος ἀποκεφαλισθῆναι Arr.Epict.1.1.19, cf. Phld.Sign.13.14, οἱ ... δοῦλοι A.Al.9B.9, ἀποκεφαλισθέντος οὐδὲ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἰδεῖν ὑπέμεινε D.C.71.28.1
•descabezar un pez, Dorio en Ath.287c.
German (Pape)
[Seite 306] enthaupten, Epict. 3, 26; Artemid. 1, 37.
French (Bailly abrégé)
décapiter.
Étymologie: ἀπό, κεφαλή.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεφᾰλίζω: ὡς καὶ νῦν, ἀποκόπτω τὴν κεφαλὴν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 24, Ἑβδ. (Ψαλμ. ρνα΄, 7): ― Παθ., Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 17, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 29.
English (Strong)
from ἀπό and κεφαλή; to decapitate: behead.
English (Thayer)
1st aorist ἀπεκεφάλισα; (κεφαλή); to cut off the head, behead, decapitate: Sept. Ps. at the end); Epictetus diss. 1,1, 19; 24; 29; Artemidorus Daldianus, oneir. 1,35; cf. Fischer, De vitiis lexamples N.T., p. 690ff; Lob. ad Phryn., p. 341.
Greek Monolingual
(AM ἀποκεφαλίζω)
κόβω το κεφάλι κάποιου
νεοελλ.
1. κόβω το κεφάλι, αφαιρώ την κορυφή («το κόμμα αποκεφαλίστηκε»)
2. καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό.
Chinese
原文音譯:¢pokefal⋯zw 阿坡-咳法利索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-頭(化)
字義溯源:斬首,砍去頭,斬;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κεφαλή)*=頭)組成
出現次數:總共(4);太(1);可(2);路(1)
譯字彙編:
1) 斬了(2) 太14:10; 可6:27;
2) 已斬了(1) 路9:9;
3) 所斬的(1) 可6:16