κοινωνικῶς

From LSJ
Revision as of 23:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec sociabilité ou bienveillance.
Étymologie: κοινωνικός.

Russian (Dvoretsky)

κοινωνικῶς: 1) щедро: κ. χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι Polyb. охотно уделять из своего достояния;
2) отзывчиво (ζῆν κ. καὶ φιλικῶς Plut.).