κοινωνικῶς
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
French (Bailly abrégé)
adv.
avec sociabilité ou bienveillance.
Étymologie: κοινωνικός.
Russian (Dvoretsky)
κοινωνικῶς: 1) щедро: κ. χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι Polyb. охотно уделять из своего достояния;
2) отзывчиво (ζῆν κ. καὶ φιλικῶς Plut.).