Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
ας (ἡ) :
gorge.
Étymologie: cf. λαυκανίη.
η
ζωολ. γένος ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.