ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young
ας (ἡ) :gorge.Étymologie: cf. λαυκανίη.
ηζωολ. γένος ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.
λευκανία: ἡ Hom., Anth. = λαυκανίη.