λευκανία

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gorge.
Étymologie: cf. λαυκανίη.

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.

Russian (Dvoretsky)

λευκανία: ἡ Hom., Anth. = λαυκανίη.