καταμείγνυμι

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμείγνῡμι Medium diacritics: καταμείγνυμι Low diacritics: καταμείγνυμι Capitals: ΚΑΤΑΜΕΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katameígnymi Transliteration B: katameignymi Transliteration C: katameignymi Beta Code: katamei/gnumi

English (LSJ)

or καταμειγνύω,

   A mix in, combine, καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ. Ar.Lys.580; τὴν φροντίδα καταμείξας . . εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα Id.Nu.230; τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν D.30.10; τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.25.63; συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a; δένδρα τοῖς φυτοῖς ib. 648c; τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον Id.Lyc.27:—Pass., [ὕδωρ] καταμεμειγμένον ἐς τὸν ἠέρα Hp.Aër.8; τούτοις καταμεμεῖχθαι τοιαύτην δύναμιν Arist.Spir.485b10; οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο, i.e. were mingled with the citizens, X.An.7.2.3; εἰς γένος Plu.Cat.Ma.20.

Greek Monolingual

καταμείγνυμι και καταμειγνύω (Α)
ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα, αναμιγνύω, ανακατώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μείγνυμι «αναμιγνύω»].