λιμνουργός

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ὁ,

   A one who works in λίμναι, fisherman, Plu.Mar.37.

German (Pape)

[Seite 48] in Seen, Sümpfen arbeitend, Fischer, Plut. Mar. 37.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνουργός: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος ἐν λίμναις, ἁλιεύς, Πλουτ. Μάρ. 37.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille dans les étangs ou les lacs, pêcheur.
Étymologie: λίμνη, ἔργον.

Greek Monolingual

λιμνουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, ξυλ-ουργός].