Λύκαιον

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

French (Bailly abrégé)

ου (τά) :
le sanctuaire d’Apollon du Lycée.
Étymologie: v. Λύκαιος.

Greek Monolingual

Λύκαιον, τὸ (Α) λύκος
1. ονομασία όρους στην Αρκαδία, σήμερα κν. Διαφόρτι
2. ναός του Λυκαίου Διός στο Λύκαιον όρος.