Λύκαιον

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τά) :
le sanctuaire d'Apollon du Lycée.
Étymologie: v. Λύκαιος.

Greek Monolingual

Λύκαιον, τὸ (Α) λύκος
1. ονομασία όρους στην Αρκαδία, σήμερα κν. Διαφόρτι
2. ναός του Λυκαίου Διός στο Λύκαιον όρος.

Russian (Dvoretsky)

Λύκαιον: (ῠ) τό Ликей
1 гора в юго-зап. Аркадии на границе с Мессенией, посвященная Зевсу и Пану Thuc.;
2 храм Зевсу Ликейскому Plut.