μᾶζα
English (LSJ)
ἡ, (μάσσω, on the accent v. Hdn.Gr.2.937; later μάζα Moer.p.258 P.)
A barley-cake, Archil.2, Hdt.1.200, Democr.246, etc.; ἀμολγαίη Hes.Op.590; κυρβαίη (v.l. κυρκ-) Hom.Epigr.15.6; φυστή Ar.V.610: distd. from ἄρτος (wheaten bread), Hp.VM8, cf. Acut. 37, Aff.52, Ar.Ec.606, Antiph.226.1, X.Cyr.1.2.11, Ath.3.114e; μ. καὶ ὕδωρ Epicur.Ep.3p.64U.; δουλίας μ. τυχεῖν to eat the bread of slavery, A.Ag.1041: prov., ἀγαθὴ καὶ μᾶζα μετ' ἄρτον, of second best things, Zen.1.12; μᾶζαν μεμαχώς having baked a cake, with a play on μάχην μεμαχημένος, Ar.Eq.55. II generally, lump, mass, ball, LXX Bel27, Suid. s.v. παλάθαι; χρυσοῦ J.AJ5.1.10, cf. Dsc.5.79: esp. in Alchemy, amalgam, ἀνέκλειπτος μ. PHolm.2.17, PLeid.X.7.
Greek (Liddell-Scott)
μᾶζα: ἡ, (μάσσω) κρίθινος ἄρτος, κρίθινον πλακούντιον, Ἡρόδ. 1. 200, Ἀρχίλ. 2, κτλ.· ἀμολγαία Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 592· κυρβαίη Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 6· φυστὴ Ἀριστοφ. Σφ. 610 (ἴδε τὰς λέξ.): ὑποδεεστέρα τοῦ ἄρτου (τοῦ σιτίνου), Ἱππ. 11. 11., 228. 39, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 606, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 60Β κἑξ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11· δουλίας μάζης τυχεῖν, ἐσθίειν ἄρτον τῆς δουλείας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1041 (κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Enger)· καὶ παροιμ., ἀγαθὴ καὶ μᾶζα μετ’ ἄρτον Παροιμιογρ. σ. 230· - μᾶζαν μεμαχώς, κατασκευάσας πλακοῦντα, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ μάχην μεμαχημένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 55. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μᾶζα· ἄλφιτα πεφυρμένα ὕδατι καὶ ἐλαίῳ», καὶ «μᾶζαν· ἀντὶ τῆς τροφῆς, καὶ τῆς μεμαγμένης κόπρου». (Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. κοινῶς φέρεται, μάζα· ἀλλ’ οἱ Γραμμ. μαρτυροῦσιν ὅτι ἐν τῇ παλαιᾷ Ἀτθίδι ἦτο μᾶζα, Ἡρῳδ. περὶ μον. λέξ. σ. 31. 19, Μοῖρις, κλ.· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 405.)
French (Bailly abrégé)
mieux que μάζα;
ης (ἡ) :
1 pâte, masse de pâte;
2 pain d’orge, galette.
Étymologie: R. Μαγ, pétrir ; v. μάσσω.
Greek Monotonic
μᾶζα: ἡ (μάσσω), γλυκιά πίτα από κριθάρι, σε Ηρόδ., Ησίοδ., Αττ.