κρίθινος

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑ́θῐνος Medium diacritics: κρίθινος Low diacritics: κρίθινος Capitals: ΚΡΙΘΙΝΟΣ
Transliteration A: kríthinos Transliteration B: krithinos Transliteration C: krithinos Beta Code: kri/qinos

English (LSJ)

η, ον, made of barley or made from barley, κόλλιξ, ἄρτος, Hippon.35, Luc.Macr.5; ἄχυρον, ἄλευρον, Thphr.HP8.4.1, PEleph.5.25 (iii B. C.), Plu.2.397a; τὸ κρίθινον ποτόν Hp.Acut.64; κρίθινον ὕδωρ ib.(Sp.) 30; κρίθινος οἶνος beer, Plb.34.9.15; πόμα Plu.2.752b: metaph., κρίθινος Δημοσθένης, 'gingerbread Demosthenes', nickname of Dinarchus, Hermog.Id.2.11.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait ou préparé avec de l'orge.
Étymologie: κριθή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρίθινος -η -ον [κριθή] van gerst gemaakt, gerste-: κρίθινος οἶνος = gerstewijn, bier.

German (Pape)

von Gerste, aus Gerste bereitet; οἶνος, Gerstenwein, Bier; Ath. I.16c, X.447c; Pol. 34.9.35 und andere Spätere; – ἄρτος, Gerstenbrot, Luc. Macrob. 5; – ἄλευρον und ä., Sp.

Russian (Dvoretsky)

κρίθῐνος: (ρῑ) приготовленный из ячменя, ячменный (ἄρτος Xen., NT; οἶνος Polyb.; πόμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κρίθῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, πεποιημένος ἐκ κριθῆς, κόλλιξ, ἄρτος Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 20, Ξεν., Λουκ., κλ.· τὸ κρ. ποτὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· κρ. οἶνος, ζῦθος, Πολυβ. 34. 9, 15, Ἀθήν. 16C, κτλ.· πόμα Πλούτ. 2. 752Β· πρβλ. κριθὴ Ι.

Spanish

de cebada

English (Strong)

from κριθή; consisting of barley: barley.

English (Thayer)

κρίθινη, κρίθινον (κριθή), of barley, made of barley: ἄρτοι (Hippon., others.))

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κρίθινος, -ίνη, -ον) κριθή
παρασκευασμένος από κριθάρι, κριθαρένιος (α. «κρίθινο ψωμί» β. «καὶ κρίθινον κόλλικα δούλιον χόρτον», Αθήν.)
αρχ.
φρ. α) «κρίθινος Δημοσθένης» — παρωνύμιο του ρήτορα Δεινάρχου
β) «οἶνος κρίθινος» — ο ζύθος, η μπίρα.

Greek Monotonic

κρίθῐνος: -η, -ον, φτιαγμένος από κριθάρι ή αυτός που αναφέρεται σε αυτό, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

κρίθῐνος, η, ον
made of or from barley, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:kr⋯qinoj 克里提挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:大麥(的)
字義溯源:大麥製的,大麥;源自(κριθή)*=大麥)
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編
1) 大麥(2) 約6:9; 約6:13

Léxico de magia

-ον de cebada ref. a harina λαβὼν γάλα βόειον καὶ καταχεάσας καὶ ὑποθεὶς καθαρὸν ἄγγος ... καὶ βάλε κρίθινον ἄλευρον derrama leche de vaca colocando debajo un vaso limpio y echa harina de cebada P III 411