κατάμοιχος
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
Full diacritics: κατάμοιχος | Medium diacritics: κατάμοιχος | Low diacritics: κατάμοιχος | Capitals: ΚΑΤΑΜΟΙΧΟΣ |
Transliteration A: katámoichos | Transliteration B: katamoichos | Transliteration C: katamoichos | Beta Code: kata/moixos |
ὁ,
A adulterer, Vett.Val.117.9.
κατάμοιχος, ὁ (Α)
αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα της μοιχείας.