μεγαλουργία

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, = μεγαλοεργία, Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. μεγαλοεργία.

French (Bailly abrégé)

c. μεγαλοεργία.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία μεγαλουργός
1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου
2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα
αρχ.
επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη.