Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
[Seite 217] = μυλλαίνω, Gramm.
μυλλίζω: μυλλαίνω, Φώτ., Σουΐδ.
c. μυλλαίνω.
μυλλίζω (Α)
μυλλαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυλλαίνω κατά τα ρ. σε -ίζω].