Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ξένως: ἴδε ξένος ἐν τέλει.
adv.en étranger : ξένως ἔχειν τινός être étranger à qch.Étymologie: ξένος.
ξένως (Α)επίρρ. βλ. ξένος.