Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
ος, ον :
qui accomplit sa course la nuit.
Étymologie: νύξ, δραμεῖν.
ο
ζωολ. γένος αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae.