παλίρροπος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροπος Medium diacritics: παλίρροπος Low diacritics: παλίρροπος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: palírropos Transliteration B: palirropos Transliteration C: palirropos Beta Code: pali/rropos

English (LSJ)

ον,

   A toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se recourbe.
Étymologie: πάλιν, ῥέπω.

Greek Monolingual

παλίρροπος, -ον (Α)
αυτός που κλίνει ή κάμπτεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ροπος (< ῥοπή < ῥέπω)].