παρόρμησις

Revision as of 19:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A urging on, incilement, εἴς τι X.Eq.Mag.1.25, v.l. in Cyr.1.6.19, cf. Plb. 6.39.8, Phld.Mus.p.98 K., Andronic. Rhod.p.572 M.; ἐπί τι Iamb. Protr.5 ; τινος ib.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 527] ἡ, das Treiben, Ermuntern, εἴς τι, Xen. Hipparch. 1, 25; Pol. 6, 39, 8 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρόρμησις: ἡ, παρακίνησις, προτροπή, εἴς τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 25, διάφορ. γραφὴ ἐν Κύρ. 1. 6, 19, Πολυβ. 6. 39, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’exciter, de stimuler, incitation.
Étymologie: παρορμέω.

Greek Monotonic

παρόρμησις: ἡ (παρορμάω), προτροπή, παρώθηση, σε Ξεν.