περιφαίνω

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

French (Bailly abrégé)

montrer tout autour ; Pass.
1 être apparent ou visible de tous les côtés : ἐν περιφαινομένῳ OD dans un lieu découvert et visible de toutes parts;
2 être éclairé et lumineux de toutes parts.
Étymologie: περί, φαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. επιδεικνύω, εμφανίζω γύρω γύρω
2. μέσ. περιφαίνομαι
α) φαίνομαι από παντού, είμαι περίοπτος
β) λάμπω από παντού, είμαι ολόλαμπρος.