Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
gén. pl. dor. de Πέρσης.
Περσᾶν: дор. gen. pl. к Πέρσης II.