ὑποζύγιος

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

German (Pape)

[Seite 1217] unter dem Joche gehend od. ziehend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
mis sous le joug ; τὸ ὑποζύγιον bête de somme.
Étymologie: ὑπό, ζυγόν.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποζύγιος, -ον, ΝΜΑ
1. (για ζώα) ζευγμένος
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο». Ο τ. ως επίθ. είναι νεώτερος από το ουδ. ὑποζύγιον].