πυρρόθριξ

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek (Liddell-Scott)

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux roux.
Étymologie: πυρρός, θρίξ.

Greek Monolingual

-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ
βλ. πυρρότριχος.