πυρρόθριξ
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek (Liddell-Scott)
πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux roux.
Étymologie: πυρρός, θρίξ.
Greek Monolingual
-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ
βλ. πυρρότριχος.