πρωτόζυξ
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
German (Pape)
[Seite 805] υγος, = Vorigem, Κύπρις, Antiphan. 9 (IX, 245), der erste Beischlaf.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόζυξ: -ῠγος, = πρωτόζευκτος, Ἀνθ. Π. 9. 245.
French (Bailly abrégé)
ζυγος (ὁ, ἡ)
marié pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, ζεύγνυμι.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ο πρωτόζευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό-ζυξ].