ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
3ᵉ sg. sbj. prés. de φορέω.
φορέῃσι: эп. (= φορῇ) 3 л. sing. praes. conjct. к φορέω.