χειμάρρους
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att. v. χειμάρροος.
Middle Liddell
χειμάρ-ρους, ουν, [ῥέω]
I. winter-flowing, swollen by rain and melted snow, ποταμὸς χ. Il., Hdt.; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph.; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur.
II. as Subst. (without ποταμόσ), a torrent, Xen., Dem.
2. like χαράδρα II. 2, a conduit, Dem.