ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Full diacritics: κατήγωρ | Medium diacritics: κατήγωρ | Low diacritics: κατήγωρ | Capitals: ΚΑΤΗΓΩΡ |
Transliteration A: katḗgōr | Transliteration B: katēgōr | Transliteration C: katigor | Beta Code: kath/gwr |
ὁ,
A = κατήγορος, PMag.Lond.124.25, v.l. in Apoc.12.10.
κατήγωρ ὁ (Α)
κατήγορος («ὅτι ἐβλήθη ὁ κατήγωρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής αθέματος τ. του κατήγορος, που σχηματίστηκε την εποχή της μεταφράσεως τών Εβδομήκοντα (3ος π.Χ. αιώνας)].