κατήγωρ

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήγωρ Medium diacritics: κατήγωρ Low diacritics: κατήγωρ Capitals: ΚΑΤΗΓΩΡ
Transliteration A: katḗgōr Transliteration B: katēgōr Transliteration C: katigor Beta Code: kath/gwr

English (LSJ)

ὁ,

   A = κατήγορος, PMag.Lond.124.25, v.l. in Apoc.12.10.

Greek Monolingual

κατήγωρ ὁ (Α)
κατήγορος («ὅτι ἐβλήθη ὁ κατήγωρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής αθέματος τ. του κατήγορος, που σχηματίστηκε την εποχή της μεταφράσεως τών Εβδομήκοντα (3ος π.Χ. αιώνας)].