κατυβρίζω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-.
Greek (Liddell-Scott)
κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.