ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
Full diacritics: Κενταυρικός | Medium diacritics: Κενταυρικός | Low diacritics: Κενταυρικός | Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΙΚΟΣ |
Transliteration A: Kentaurikós | Transliteration B: Kentaurikos | Transliteration C: Kentavrikos | Beta Code: *kentauriko/s |
ή, όν,
A like a Centaur, i.e. savage, brutal. Adv. -κῶς Ar.Ra.38.
Κενταυρικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς Κένταυρον, δηλ. ἄγριος, θηριώδης, κτηνώδης·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38.