κεντρωνάριον

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

τό,

   A case for κέντρωνες, POxy.326 (i A.D.; -νόρ- Pap.).

Greek Monolingual

κεντρωνάριον, τὸ (Α)
πάπ. θήκη, κιβώτιο για τοποθέτηση κεντρώνων, δηλ. καθαριστήρων της γραφίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. εξεμπλ-άριον, φαν-άριον].