κεντρωνάριον
English (LSJ)
τό,
A case for κέντρωνες, POxy.326 (i A.D.; -νόρ- Pap.).
Greek Monolingual
κεντρωνάριον, τὸ (Α)
πάπ. θήκη, κιβώτιο για τοποθέτηση κεντρώνων, δηλ. καθαριστήρων της γραφίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. εξεμπλ-άριον, φαν-άριον].