κεντρωνάριον
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
τό, case for κέντρωνες, POxy.326 (i A.D.; -νόρ- Pap.).
Greek Monolingual
κεντρωνάριον, τὸ (Α)
πάπ. θήκη, κιβώτιο για τοποθέτηση κεντρώνων, δηλ. καθαριστήρων της γραφίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. εξεμπλάριον, φανάριον].