κεντρωνάριον

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρωνάριον Medium diacritics: κεντρωνάριον Low diacritics: κεντρωνάριον Capitals: ΚΕΝΤΡΩΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kentrōnárion Transliteration B: kentrōnarion Transliteration C: kentronarion Beta Code: kentrwna/rion

English (LSJ)

τό, case for κέντρωνες, POxy.326 (i A.D.; -νόρ- Pap.).

Greek Monolingual

κεντρωνάριον, τὸ (Α)
πάπ. θήκη, κιβώτιο για τοποθέτηση κεντρώνων, δηλ. καθαριστήρων της γραφίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. εξεμπλάριον, φανάριον].