ἀμεύσιμος
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
ον, (ἀμεύομαι)
A passable, A.R.4.297.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεύσιμος: -ον, (ἀμεύομαι) = πορεύσιμος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 297, Ἐτυμ. Μ.
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Full diacritics: ἀμεύσιμος | Medium diacritics: ἀμεύσιμος | Low diacritics: αμεύσιμος | Capitals: ΑΜΕΥΣΙΜΟΣ |
Transliteration A: ameúsimos | Transliteration B: ameusimos | Transliteration C: ameysimos | Beta Code: a)meu/simos |
ον, (ἀμεύομαι)
A passable, A.R.4.297.
ἀμεύσιμος: -ον, (ἀμεύομαι) = πορεύσιμος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 297, Ἐτυμ. Μ.