κισσών
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A ivy-grove, Hdn.Gr.1.40,al.
German (Pape)
[Seite 1443] ῶνος, ὁ, ein mit Epheu bewachsener Ort, Arcad. p. 15, 14.