Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λόφος, Hsch.
κόκκυς, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λόφος».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].