κορωνίης

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνίης Medium diacritics: κορωνίης Low diacritics: κορωνίης Capitals: ΚΟΡΩΝΙΗΣ
Transliteration A: korōníēs Transliteration B: korōniēs Transliteration C: koroniis Beta Code: korwni/hs

English (LSJ)

Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω)

   A arching the neck, ἵππος ὣς κ. Semon.18 (κορωνίτης codd. EM).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνίης: Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) κυρτῶν τὸν τράχηλον, ἵππος ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.