κρατητικός
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for winning, νίκη κ. δύναμις Pl.Def.414a. 2 ruling, controlling, δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.Inst.121; κ. τῶν ὅλων Id.in Ti.1.69; αἱ κ. δυνάμεις, opp. αἱ ὑπουργικαί, Id.in Prm.p.736 S. 3 promoting retention (cf. κράτησις 11.3), συλλήψεως Aët.1.142. 4 Astrol., predominant, Vett. Val.333.5.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπικράτησιν, Πλάτ. Ὅροι 414Α.